- κατακρατώ
- (AM κατακρατῶ, -έω)νεοελλ.κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμαμσν.1. καταβάλλω, νικώ2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα3. συγκρατώ, εμποδίζω4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου, θυμάμαι(μσν.-αρχ.)1. αποκτώ εξουσία σε κάτι, εξουσιάζω («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)2. υπερισχύω, επικρατώ («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει εἶναι», Ηρόδ.)3. είμαι κύριος κάποιου, κάνω κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῑν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή», Θεόφρ.)4. χωνεύω («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῡντα», Πλάτ.)5. αποκτώ ικανότητα σε κάτι, μαθαίνω κάτι καλά «κατακρατεῑν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κρατῶ «είμαι κύριος, επικρατώ» (< κράτος «δύναμη, εξουσία»)].
Dictionary of Greek. 2013.